To πρώτο πράγμα που πρέπει να βάλουμε καλά στο μυαλό μας είναι ότι την μπύρα την επιβουλεύονται διαρκώς τρεις αμείλικτοι εχθροί: το οξυγόνο, ο ήλιος και ο χρόνος. Κάθε μέρα που περνάει, η μπύρα χάνει κάτι από την υπέροχη φρεσκάδα της. Ελάχιστες είναι οι κατηγορίες της μπύρας που μπορούν να παλιώσουν (π.χ. βελγικές, με επαναζύμωση στη φιάλη). Άρα, όσο πιο γρήγορα και πιο μακριά από την ημερομηνία λήξεως την πίνουμε, τόσο το καλύτερο. Η παρατεταμένη ηλιοθεραπεία, επίσης, κάνει μέγιστο κακό στην μπύρα, αφού την τροφοδοτεί με πολύ άσχημες μυρωδιές (π.χ. βρεγμένο χαρτί βαριά αίσθηση λάχανου).
Αφροσκεπαστή απόλαυση
Στον αφρό, τώρα. Κούκλος, ο ζύθος, με το ανοιχτόχρωμο καπέλο του στο ποτήρι. Ο αφρός, όμως, εκτός από «καλλωπιστικούς» έχει και ουσιαστικούς λόγους ύπαρξης. Λειτουργεί σαν ασπίδα ανάμεσα στην μπύρα και στον αέρα και προφυλάσσει τη γεύση και τα αρώματά της.
Πώς παίρνουμε καλό αφρό; Ξεπλένουμε καλά με τρεχούμενο νερό το ποτήρι. Αν μείνουν πάνω του σκόνες, δαχτυλιές, λιπαρά στίγματα, ο αφρός δεν κρατάει. Σερβίρουμε, λοιπόν, την μπύρα σιγά-σιγά, πλαγιάζοντας το ποτήρι, και στο τέλος σηκώνουμε ψηλότερα το μπουκάλι και «χτίζουμε» τον αφρό μας. Υπερβολές δε χρειάζονται. Αν η μπύρα πέσει στο ποτήρι από το μισό μέτρο, θα φύγει πολύ C02 και μαζί του η δροσιά της.
Το... ρούχο της μπύρας
Το κουτί είναι η συσκευασία που κολακεύει λιγότερο την μπύρα παρά την πρακτικότητά του. Κάτι χάνεται από τη γεύση της, αν τη συγκρίνεις με την ίδια μπύρα σερβιρισμένη από βαρέλι ή μπουκάλι. Το βαρέλι, βεβαίως, υπερέχει σαφώς, αφού εκεί μέσα η μπύρα υφίσταται μια πολύ σύντομη παστερίωση, που σέβεται περισσότερο την πρωταρχική γεύση του προϊόντος. Για να ευχαριστηθείς, όμως, καλή βαρελίσια μπύρα, πρέπει το βαρέλι να αδειάζει όσο το δυνατό γρηγορότερα. Άρα, προτιμάμε να την πίνουμε σε σημεία με μεγάλη κατανάλωση, σε ντραφτ.
Δροσιά με γεύση
Είναι γνωστό ότι το καλοκαίρι σκάει ο τζίτζικας στην Ελλάδα,αλλά αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει η μπύρα να ρέει καταπαγωμένη (4- 5ο C) στα ποτήρια. Το υπερβολικό ψύχος σβήνει την ιδιαιτερότητα της κάθε μπύρας στη γλώσσα. Για σιταρένιες, λοιπόν, lager, pils και ξανθιές ειδικές μπύρες, 7-9°C είναι μια χαρά. Οι καστανές εκφράζονται στους 9°C και οι μαύρες γύρω στους 10 με 12°C. Ειδική μεταχείριση απαιτούν οι σιταρένιες. Η μαγιά που τις θολώνει τους δίνει και μια ιδιαίτερη γευστική απόχρωση.
Γι αυτό ακριβώς πρέπει όλο το μπουκάλι να σερβιριστεί σε ένα και μοναδικό ποτήρι. Αν μοιράσεις την μπύρα σε δύο ποτήρια, καθένα θα έχει διαφορετική γεύση. Το λεμόνι, τέλος, που καθιέρωσαν οι μεξικάνικες μπύρες να σφηνώνεται στο μπουκάλι, μπορεί στυλάκι να δίνει, ουσία όμως δεν έχει. Κι αυτό, γιατί το λεμόνι «κόβει» τη γεύση της μπύρας.