Δεν έχει τη δημοφιλία των γειτονικών κουζινών όπως η ιαπωνική, η κινέζικη ή εκείνης της Ταϊλάνδης. Η κορεάτικη γαστρονομία όμως διαθέτει τη δική της ξεχωριστή παράδοση και γοητεία.
Έχει τις ρίζες της στις αρχαίες νομαδικές κοινότητες της Κορέας και της Μαντζουρίας, εξελίχθηκε και προσαρμόστηκε στις αλλαγές του πολιτικού, πολιτισμικού και φυσικού περιβάλλοντος (κυρίως στη Νότια Κορέα) - για παράδειγμα, οι Πορτογάλοι εξερευνητές έφεραν για πρώτη φορά τον 17ο αιώνα τις πιπεριές τσίλι στη χώρα και αυτές μέχρι τον 18ο αιώνα είχαν εξελιχθεί σε βασικό συστατικό της κουζίνας της.
Η τελευταία θα λέγαμε πως βασίζεται σήμερα στο σησαμέλαιο και τη σάλτσα σόγιας, το ρύζι και το τζίντζερ, την γκότσουτζανγκ (ζύμη τσίλι) και το λάχανο νάπα (το κινέζικο λάχανο). Δύο όμως άλλα πράγματα είναι εκείνα που την καθιστούν αναγνωρίσιμη: Το μαριναρισμένο κρέας και οι ζυμώσεις.
Μια σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με τις άλλες ασιατικές κουζίνες έχει να κάνει με τα τσόπστικ: τα κορεάτικα είναι φτιαγμένα από μέταλλο και όχι από ξύλο, πόσο μάλλον από μπαμπού. Ακόμη, αλλάζει και το σχήμα τους, καθώς είναι πιο επίπεδα και γωνιώδη, σαν ιδιόμορφες πυραμίδες με τετραγωνική βάση.
Αν χρειάζεται να γνωρίζεις τρία μόνο πιάτα/ υλικά, αυτά είναι το κίμτσι, το μπίμπιμπαπ και το μπουλγκόγκι.
Το πιο διάσημο ίσως συστατικό της κορεάτικης κουζίνας είναι το κίμτσι. Λάχανο τουρσί με μπαχαρικά (καθώς και τσίλι και σκόρδο) το οποίο έχει ζυμωθεί, που μπορεί να παίξει το ρόλο συνοδευτικού, ορεκτικού, προσθήκης σε ομελέτα ή ρύζι κλπ.
Αναλόγως της ζύμωσης διαχωρίζεται σε καλοκαιρινό (φρέσκο και τραγανό) και σε χειμερινό κίμτσι (με πιο πικάντικη γεύση). Όπως κάθε ζυμωμένο τρόφιμο, είναι πολύ πλούσιο σε προβιοτικά και φυτικές ίνες, συν το ότι έχει λίγες θερμίδες. Μία γεύση που καθιστά ξεκάθαρη την εικόνα που έχει ο δυτικός κόσμος για την κουζίνα της ασιατικής χώρας: αν δεν υπάρχει κίμτσι, δεν είναι κορεάτικο.
Ένα από τα πιο παραδοσιακά όμως είναι το μπίμπιμπαπ, που στην κυριολεξία σημαίνει μεικτό ρύζι. Πρόκειται για ένα μπολ με ζεστό, λευκό ρύζι που πλαισιώνεται με τσιγαριστά λαχανικά και γκότσουτζανγκ και στο οποίο προστίθεται συνήθως τηγανητό αυγό ή κρέας σε φέτες. Τα συστατικά πρέπει να ανακατευθούν καλά.
Last but not least, το μπουλγκόγκι. Ο ευθύς παραλληλισμός των Κορεατών με το δυτικό μπάρμπεκιου και η απάντησή τους σε αυτό. Στην κυριολεξία μεταφράζεται ως κρέας της φωτιάς και στην ουσία είναι ο τρόπος ψησίματος κομματιών χοιρινού ή μοσχαριού. Τα bulgogi restaurants μάλιστα στην Κορέα, διαθέτουν μίνι ψησταριά ενσωματωμένη στο κέντρο κάθε τραπεζιού, με το κρέας να καταφθάνει σε αυτό μαριναρισμένο (ασφαλώς ωμό) και δίνεται η δυνατότητα στον επισκέπτη να το ψήσει όσο επιθυμεί ο ίδιος. Πλαισιώνεται από συνοδευτικά όπως η σάλτσα σόγιας, τα μανιτάρια ενόκι, το κίμτσι κ.α.
Μια εύλογη απορία που μπορεί να δημιουργηθεί σε κάποιον είναι τι μπορεί να πιει κάποιος για να συνοδεύσει τη συγκεκριμένη κουζίνα. Η απάντηση είναι μακγεόλι ή πιο απλά μακκόλι. Πρόκειται για ένα κρασί από ζυμωμένο ρύζι, με λευκό χρώμα, ελαφρώς γαλακτώδη υφή και ελαφρώς sparkling αίσθηση, που έχει γλυκόπικρη γεύση. Σε άλλους θυμίζει λικέρ, σε κάποιους άλλους μια πιο ήπια βότκα. Αν σου ακούγεται περίεργο αυτό, υπάρχουν πάντοτε οι κορεάτικες μπύρες, με ετικέτες όπως οι Hite, Cass και OB Lager.