
Αν δεν το έχετε δοκιμάσει νωπό στη Σαντορίνη, δεν θα το δοκιμάσετε πουθενά αλλού, καθώς είναι τόσο ευαίσθητο που δεν ταξιδεύει στη νωπή μορφή του εκτός του νησιού. Ο καρπός της ποικιλίας lycopersicon esculentum Mill. έχει προσαρμοστεί στα άνυδρα ηφαιστειογενή εδάφη της Σαντορίνης όπου καλλιεργείται με παραδοσιακό τρόπο και εμφανίζει μοναδικά χαρακτηριστικά, στα οποία οφείλεται η ασύγκριτη γεύση του. Το μικρόκαρπο ντοματάκι με τα αυλάκια στην πεπλατυσμένη επιφάνειά του διαθέτει μεγαλύτερο "στερεό υπόλοιπο", περισσότερο ασκορβικό οξύ, ολικές δαλυτές φαινόλες και λυκοπένιο από την κοινή ντομάτα και αυξημένο επίπεδο σακχάρων, που του προσδίδουν μεγαλύτερη διατροφική αξία και τη χαρακτηριστική "συμπυκνωμένη" του γεύση, γλυκιά με έντονη οξύτητα. Το τοματάκι αυτής της ποικιλίας καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά στη Σαντορίνη στα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ γύρω στα 1930 τα κονσερβοποιεία τομάτας αποτελούσαν κύρια πηγή εισοδήματος στο νησί. Η κατοχύρωση της ονομασίας του ήρθε μετά από πολύχρονες ενέργειες της Ένωσης Συνεταιρισμών Θηραϊκών Προϊόντων και συμπλήρωσε την τριάδα προϊόντων Π.Ο.Π. της μικρής Σαντορίνης, μαζί με τη φάβα Σαντορίνης και τον οίνο Ασύρτικο Π.Ο.Π. Σαντορίνης. Άλλη μια ευκαιρία να διαπιστώσουμε ότι στο οικονομικό μέλλον της χώρας μας σημαία θα αποτελέσουν τα μοναδικά προϊόντα υψηλής ποιότητας και περιορισμένης παραγωγής.
Ν.Γ.