
Έχετε αναρωτηθεί ποτέ, γιατί ό,τι έχει σχέση με τη Βραζιλία γίνεται μόδα σε όλον τον κόσμο; Ζηλεύουμε όλοι τελικά αυτή την τεράστια χώρα; Και τι ζηλεύουμε από αυτήν; Τη φτώχια; Την ανεργία; Τον πληθωρισμό; Τον αναλφαβητισμό; Την εγκληματικότητα; Τις φαβέλες; Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι εκεί κάτι κάνουν καλύτερα από όλους εμάς τους υπόλοιπους. Ζουν σε μια χώρα με τη μεγαλύτερη ανισοκατανομή πλούτου στον κόσμο, ξεφαντώνουν στα καρναβάλια, διδάσκουν όλο τον κόσμο εντυπωσιακό ποδόσφαιρο και δημιουργούν μουσικές που επηρεάζουν το σύμπαν.
Έχουν φτιάξει περίεργες πορτογαλέζικες λέξεις, όπως samba, bossa nova, lambada, cachaca, caipirinha, οικείες σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Τόσο οικείες, που αν βάλετε ένα CD του Antonio Carlos Jobim και φτιάξετε μια caipirinha, θα βρεθείτε αυτοστιγμεί στην Ipanema.
Η caipirinha (προφέρεται καϊπιρίνια) φτιάχνεται με cachaca, lime και ζάχαρη. Το όνομα προέρχεται από την πορτογαλική λέξη caipira που σημαίνει «χωρικός». Προσθέτοντας το -inha, που σημαίνει «μικρή», φτάνουμε στην ελεύθερη μετάφραση, «μικρή χωριατοπούλα».
Κανείς δεν γνωρίζει πότε και ποιος πρωτοέφτιαξε caipirinha. Το σίγουρο είναι ότι δημιουργήθηκε για να κάνει πιο ευχάριστη την κακής ποιότητας cachaca που συνήθως έπιναν οι φτωχοί εργάτες στη Βραζιλία.
Η cachaca (προφέρεται κασάσα) είναι απόσταγμα από χυμό ζαχαροκάλαμου. Πολλοί την παρομοιάζουν με ρούμι, αλλά στην πραγματικότητα καμία σχέση δεν έχει με αυτό, μια και το ρούμι φτιάχνεται με απόσταξη μελάσας, που είναι προϊόν της επεξεργασίας του ζαχαροκάλαμου. Στη Βραζιλία παράγονται 2 δισεκατομμύρια λίτρα cachaca και εξάγονται μόνο 400 εκατομμύρια. Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε Βραζιλιάνος πίνει 11 λίτρα το χρόνο, συμπεριλαμβανομένων και των παιδιών. Ο σημερινός πρόεδρος της Βραζιλίας, ο γνωστός κύριος Lula, κατάφερε να κατοχυρώσει τα ονόματα CachaMa και Caipirinha ως αποκλειστικά βραζιλιάνικα. Η caipirinha τα τελευταία δέκα χρόνια είναι στα δέκα πιο δημοφιλή κοκτέιλ σε όλον τον κόσμο. Το δυστύχημα είναι ότι αυτό το τόσο απλό κοκτέιλ, που οι Βραζιλιάνοι το πίνουν με τους τόνους, κακοποιείται από εκατομμύρια barmen όπου Γης.
Κάντο σαν βραζιλιάνος
Ο κλασικός βραζιλιάνικος τρόπος έχει ως εξής: Κόβουμε ένα φρέσκο lime στα τέσσερα. Βάζουμε τα κομμάτια σε χαμηλό ποτήρι και προσθέτουμε λευκή ζάχαρη, τόσες κουταλιές ανάλογα με το πόσο γλυκιά θέλουμε να είναι. Με ξύλινο γουδοχέρι πολτοποιούμε τα lime, ώστε ο χυμός τους να ανακατευτεί με τη ζάχαρη και να γίνει ένα πηκτό σιρόπι. Κατόπιν, προσθέτουμε τριμμένο πάγο και γεμίζουμε το ποτήρι με cachaca. Τέλος, ανακατεύουμε καλά, για να διαλυθεί το σιρόπι στην cachaca, και... πίνουμε.
Κάποια σημεία προσοχής, είτε τη φτιάχνετε εσείς, είτε τη φτιάχνει κάποιος άλλος για εσάς: Το lime πρέπει να είναι πάντα φρέσκο και όχι χυμός lime ή σιρόπι. Το κόβουμε στα τέσσερα και όχι σε λεπτές φέτες, γιατί έτσι χάνεται πολύτιμος χυμός. Η ζάχαρη πρέπει να είναι λευκή και όσο πιο λεπτή γίνεται για να διαλύεται πιο εύκολα. Μαγκιές όπως κύβοι ζάχαρης ή καφέ ζάχαρη, ξεχάστε τες. Να μην πω τίποτε για σιρόπι ζάχαρης. Απλώς… ΠΟΤΕ. Το γουδοχέρι πρέπει να είναι ξύλινο ή τέλος πάντων έστω πλαστικό και ποτέ μεταλλικό. Χαριτομενιές που κάνουν διάφοροι barmen και χρησιμοποιούν το κουτάλι τους είναι λάθος, αφού το μέταλλο με το lime δεν είναι ο καλύτερος συνδυασμός. Ο πάγος πρέπει να είναι πάντα τριμμένος. Ολόκληρα παγάκια και αυτοσχεδιασμοί του στιλ «αναμιγνύω τα πάντα σε σέικερ, προσθέτω πάγο, ανακινώ και σουρώνω στο ποτήρι», απαγορεύονται διά ροπάλου. Τέλος, παραλλαγές, όπως caipirissima (με ρούμι), caipirosca (με βότκα), grapinha (με grappa) ή sakerinha (με σάκε), μπορεί να ακούγονται καλές σε συνταξιούχους Αμερικανούς που κάνουν κρουαζιέρα στην Καραϊβική με τα λεφτά του εφάπαξ, αλλά ποτέ και πουθενά αλλού.
Η caipirinha φτιάχνεται με cachaca και τίποτε άλλο. Θα μου πείτε, σιγά ρε φίλε τη θρησκεία. Το κακόμοιρο το martini το έχουμε αλλάξει ένα εκατομμύριο φορές. Γιατί τέτοιο πάθος για την caipirinha; Διότι το martini και τα περισσότερα κοκτέιλ δημιουργήθηκαν από κάποιον barman σε κάποιο μπαρ, συνήθως κάποιου ακριβού ξενοδοχείου ή εστιατορίου, και όχι από σκλάβους στην αρχή και εργάτες αργότερα, όταν απαγορεύτηκε το 1884 το δουλεμπόριο, στις φυτείες κάτω από τον καυτό βραζιλιάνικο ήλιο. Οι Βραζιλιάνοι ό,τι κάνουν το κάνουν με το πάθος της λατίνας καρδιάς τους. Ποιοι είμαστε εμείς οι ξενέρωτοι που θα τολμήσουμε να βάλουμε χέρι στην ψυχή ενός λαού; Ο μεγάλος Jobim, ο συνθέτης του πασίγνωστου A Garota de Ipanema (Το Κορίτσι από την Ιπανέμα), που είναι ένα από τα ωραιότερα τραγούδια που έχουν γραφτεί ποτέ, είχε κάποτε πει ότι, ακούγοντας τις εκατοντάδες εκτελέσεις του τραγουδιού του από δυτικούς μουσικούς, είχε μετανιώσει που το έγραψε, γιατί καμία σχέση δεν είχαν με αυτό που εκείνος έγραψε για το όμορφο κορίτσι από την Ιπανέμα. Θα τολμήσουμε εμείς να αλλάξουμε τη μικρή χωριατοπούλα από την πολύπαθη Βραζιλία; Ελπίζω να ξανακερδίσουν το Μουντιάλ!