Υπό κανονικές συνθήκες και προτού ο κορονοϊός ανατρέψει τα πάντα στη ζωή μας, το ταξίδι συνδεόταν όλο και περισσότερο με την (υψηλή) γαστρονομία. Το ίδιο συνέβη τα τελευταία χρόνια και με τους εκπροσώπους της ελληνικής φιλοξενίας με το πραγματικά καλό φαγητό. Τη βασική αρχή ακολούθησαν πολλά αξιόλογα ξενοδοχεία της χώρας μας, αλλά και κορυφαίοι Έλληνες σεφ, που όλο και πιο συχνά δε δίσταζαν -και δε διστάζουν- να αναλάβουν τον δύσκολο ρόλο του επικεφαλής στα εστιατόριά τους.
Ένα εστιατόριο- κόσμημα οφείλει να αποτελεί μέρος των πολύ υψηλών υπηρεσιών που παρέχει ένα καλό ξενοδοχείο. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο σεφ έχει τη δυνατότητα να επιλέγει τις καλύτερες δυνατές πρώτες ύλες -εκείνες που θα τελειοποιήσουν τα πιάτα του- χωρίς να σκέφτεται άλλους παράγοντες όπως ας πούμε το βασικό έξοδο του ενοικίου, που μπορεί να υπάρχει σε ένα γαστρονομικό εστιατόριο που στέκεται κάπου μόνο του.
Πριν την πανδημία, ο αριθμός των επισκεπτών στη χώρα μας αυξανόταν διαρκώς. Το ίδιο και η τάση της ύπαρξης ενός κορυφαίου εστιατορίου στους χώρους των ξενοδοχείων αλλά και η πρόθεση για συνεργασίες. Στους σεφ δόθηκε η δυνατότητα να δημιουργήσουν νέα concepts σε ένα πιο ασφαλές -από κάθε άποψη- περιβάλλον και στους ξενοδόχους η ευκαιρία να αναβαθμίσουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες, προσθέτοντας πρεστίζ μέσω του fine dining.
Ο τουρισμός είναι δίχως αμφιβολία το βασικό "προϊόν" που πουλά μια χώρα όπως η Ελλάδα και το ποιοτικό φαγητό αναπόσπαστο μέρος αυτού. Το πραγματικά ενδιαφέρον και ελπιδοφόρο είναι πως ολοένα και περισσότερα ξενοδοχεία εναρμονίζονται με τη σύγχρονη φιλοσοφία του fine dining, κάτι που αναμένεται να συνεχιστεί όταν, ας ελπίσουμε σύντομα, ο κορονοϊός θα αποτελεί μία ανάμνηση.