Δεν ισχυρίζομαι ότι το «λάχανα και χάχανα» είναι δική μου έκφραση. Την οικειοποιήθηκα, προσπαθώντας να ξορκίσω την απέχθεια, που έτρεφα, μικρή, κυρίως προς τα λαχανάκια Βρυξελλών, αλλά και τα κάθε λογής λάχανα που τρώγαμε στο σπίτι μας, σε εποχές που δεν μου έπεφτε ακόμα λόγος στις επιλογές της κουζίνας. Τότε αντιπαθούσα τα βρομερά λαχανάκια των κοινοτικών μας ετέρων επειδή θεωρούσα την οσμή τους ανυπόφορη. Η απέχθεια μου κράτησε μέχρι που τα δοκίμασα μαγειρεμένα στο τηγάνι. Τότε επιβεβαίωσα, για μια ακόμα φορά, την πίστη μου πως τα πάντα είναι θέμα γνώσης. Δεν αρκεί να μάθεις πως τα μικροσκοπικά πράσινα -ή και κόκκινα- λαχανάκια αναπτύσσονται σε… τσαμπί, κρεμασμένα γύρω από ένα και μόνο χοντρό κοτσάνι. Χρειάζεται να ξέρεις, βέβαια πως διαλέγουμε τα πιο σφιχτά και πως είναι προτιμότερο να μην τα βράζουμε, για να μην διαλυθούν, αλλά απλά να τα ζεματάμε και να τα σοτάρουμε στο τηγάνι με βούτυρο ή ελαιόλαδο ή ακόμα και να τα ψήνουμε στο φούρνο, μόνο με κάποιο λίπος, αλλά χωρίς νερό, για να αποτρέψουμε τη δυσάρεστη λαχανίλα τους. Τα λάχανα, άσπρα, πράσινα και κόκκινά, αλλά κι όλα τα συγγενή τους είδη (κουνουπίδι, λαχανίδες, μπρόκολο, γουλιά και λαχανόγουλα) αποκτούν ενδιαφέρον όταν μαγειρεύονται με κρέας, πουλερικά, λουκάνικα και μπέικον. Ταιριάζουν όμως και με τους ξηρούς καρπούς, τα κάστανα και τα αρτύματα με χαρακτήρα, όπως το μπούκοβο, το κοκκινοπίπερο, τα κεδροκούκουτσα, το κύμινο και το μπαχάρι.