
Σίγουρα η ελληνική πασχαλινή κουζίνα αλλάζει από τόπο σε τόπο. Μπορεί η πελοποννησιακή μαγειρίτσα να μην έχει σχέση με τα κερκυραϊκά τσιλίχουρδα κι ο κυκλαδίτικος λαμπριάτης να μη μοιάζει με το γεμιστό αρνάκι της Σάμου και ίσως το «τσεμπέρι» της Μυτιλήνης να μη θυμίζει το σμυρναίικο σαρμά, όμως λίγο-πολύ σε όλη σε Ελλάδα, αυτή τη μέρα τα φαγητά που επιλέγουμε για το τραπέζι μας είναι:
Tο βράδυ της Ανάστασης μια μαγειρίτσα, άλλοτε πηχτή σαν μαγειρευτό φαγητό κι άλλοτε κανονική σούπα. Αν θα έχει μαρούλια ή άλλα χόρτα, αν θα είναι με ντομάτα ή με αβγολέμονο αυτό είναι θέμα της παράδοσης του κάθε τόπου.
Ανήμερα τη Λαμπρή πρωταγωνιστικό ρόλο θα παίξουν τα εντόσθια κι η συκωταριά που τυλίγονται και μαγειρεύονται με διάφορους τρόπους, πότε σε ένα κοκορέτσι ή σε πιο μικρές γαρδούμπες ή γαρδούμια, πότε σε πλεξούδες, σε σουφλίτσες ή σε τζιγεροσαρμάδες.
Πρωταγωνιστής είναι και το αρνάκι ή κατσικάκι. Αν θα το ψήσουμε γεμίζοντας την κοιλιά του στο φούρνο ή αν θα το απολαύσουμε στη σούβλα ως οβελία, δεν έχει και πολύ σημασία. Αυτό που μετράει για όλους σε όλο αυτό το τελετουργικό είναι η χαρά της γιορτής, που ξεκινάει από το πρωί, που αρχίζουμε να τσουγκρίζουμε τα αβγά και να τα τρώμε με αλατάκι, πιπεράκι και λίγο ξίδι ή συνοδεύοντας τα με μαρουλόφυλλα, ωμές αγκινάρες ή ανακατεμένα σε πράσινες σαλάτες. Και φυσικά σιγο-πίνουμε, περιμένοντας να ροδοκοκκινίσει η πρώτη πετσούλα του αρνιού για να την κλέψουμε από τη φωτιά ακόμα, γιατί το «κλεφτό» της προσθέτει νοστιμιά. Κι αν δεν σουβλίσουμε, δεν πειράζει. Φτάνει που μαζευτήκαμε και περιμένουμε το ψητό να βγει από το φούρνο. Αυτό που προέχει είναι η παρέα, οι προπόσεις, η μοιρασιά του φαγητού και η αναμονή του, που αυξάνει την όρεξη, καθώς η θεία τσίκνα που απλώνεται στο χώρο, μας φέρνει πιο κοντά. Όλα αυτά και πολλά άλλα, πιο προσωπικά για τον καθένα μας, μας κάνουν να θεωρούμε το τραπέζι του Πάσχα ως την απόλυτη γιορτή του ελληνισμού.