Περνάει εξίσου καλά στο Hotel de Paris, αλλά και κάνοντας camping. Είναι παθιασμένος με την πολιτική και αγαπά τη μουσική και το διάβασμα. Ο δημιουργός του Αθηνοράματος, κριτικός γεύσης, σύμβουλος έκδοσης του ΕΥ ΖΗΝ, μιλά για το ζην και απολαμβάνει το ζην επικινδύνως. Βρέθηκε στο χώρο του κρασιού τελείως τυχαία. Είχε τελειώσει το τμήμα της Φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και μετά πήγε στη Γαλλία και τελείωσε ηλεκτρολόγος μηχανικός. Τότε ήταν ό,τι ήταν ο μέσος Έλληνας. «Άρχισα να μαθαίνω βγαίνοντας με ξένους φίλους, που με παρότρυναν να δοκιμάζω γεύσεις που μέχρι τότε θεωρούσα αδιανόητες».
Αλλά και στο χώρο του κρασιού ξεκίνησε τελείως τυχαία. «Έχω ψώνιο με τα παλιά αντικείμενα και γυρνούσα σε όλες τις δημοπρασίες. Κάποια στιγμή έπεσα σε ένα λόττο κρασιών και από περιέργεια, επειδή ήταν φθηνά, τα πήρα. Βρέθηκα με καμιά εικοσαριά-τριάντα περίεργα κρασιά. Παλιές χρονιές, που δεν είχα ξανακούσει. Άρχισα να τα πίνω με φίλους που λίγο- πολύ ήξεραν. Και από εκεί και πέρα άρχισε η ιστορία του φαγητού και του κρασιού».
Όταν γύρισε στην Ελλάδα, μέσα από μια συζήτηση φίλων προέκυψε η σκέψη για το Αθηνόραμα, και έτσι ξεκίνησαν όλα. Το Αθηνόραμα ήταν το πρώτο περιοδικό στην Ελλάδα που ασχολήθηκε από την άποψη του καταναλωτή με το κρασί και την απόλαυση που προσφέρει. Σε αυτό οφείλεται η δημιουργία της πρώτης λέσχης οινοφίλων, της Ελληνικής Ακαδημίας Οίνου και από αυτό ξεπήδησε και η πρώτη γενιά δημοσιογράφων γεύσης και κρασιού, όπου στηρίχτηκε η ανάπτυξη της γαστρονομικής και οινικής επικοινωνίας.
Η «Δέσμη Εκδοτική» εκδίδει ετησίως πάνω από 2.000 σελίδες που ασχολούνται αποκλειστικά με το κρασί και το φαγητό, κάτι που κανένας άλλος οργανισμός δεν κάνει. Ταυτόχρονα δημιούργησε το θεσμό των «Χρυσών Σκούφων» και έδωσε ερεθίσματα για να φτιαχτούν στην Ελλάδα συστηματικές wine lists στα εστιατόρια.
Θεωρεί ότι το κρασί δεν είναι ελιτισμός, αλλά απόλαυση, όπως και το φαγητό. Απλώς στο κρασί δεν υπάρχει παιδεία, και δεν μπορείς να την αποκτήσεις αν δεν έχεις ερεθίσματα. Το ελληνικό κρασί άρχισε να ανεβαίνει ποιοτικά από το 1985. Μέσα σε είκοσι χρόνια έχουν γίνει πολύ μεγάλα άλματα, λείπει όμως μια συνολική αίσθηση ποιότητας. «Έχουμε κάποια εξαιρετικά κρασιά, αυτό ωστόσο δεν ισχύει σε όλα. Επιπλέον λείπει και η διεθνής αναγνώριση των λίγων, έστω, καλών κρασιών που βγάζουμε».