
Tο Riesling, η ποικιλία με τις τόσο διαφορετικές και συναρπαστικές παραλλαγές (Γερμανία, Αλσατία, Αυστρία, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία κυρίως), χρειάστηκε να καταβάλει πάρα πολύ μεγάλο κόπο, επί μακρόν, για να πείσει επαγγελματίες και οινόφιλους για τη μεγάλη της αξία. Από τη μία, είχε να αντιμετωπίσει το γκλάμουρ και την εξοικείωση του κόσμου με τα πολύ πιο εύκολα κατανοητά Chardonnay και Sauvignon Blanc, για παράδειγμα. Από την άλλη, το «παράξενο», για πολλούς, προφίλ του Riesling συνδυαζόταν και με άλλου είδους δυσκολίες.
Πράγματι, τα κορυφαία κρασιά από Riesling (κυρίως τα μεγαλειώδη γερμανικά) είχαν χάσει για χρόνια το prestige τους, ενώ ταυτόχρονα η μπάρα της ποιότητας ήταν επίσης για χρόνια σε πολύ χαμηλό σημείο.
Από τα λεπτά, υπέρκομψα γερμανικά Riesling της πανέμορφης κοιλάδας του ποταμού Μοζέλα –με τα «διάφανα» αρώματα και γεύσεις και με την κρυστάλλινη καθαρότητα– μέχρι τα πλούσια αλσατικά και τα blockbuster αυστριακά Riesling «Smaragd» της εξίσου σαγηνευτικής κοιλάδας του Wachau στον Δούναβη (χωρίς να ξεχνούμε και τις εκδοχές του Νέου Κόσμου), καμία άλλη λευκή ποικιλία σταφυλιού δεν έχει τη δυνατότητα να δίνει ένα τόσο πλούσιο και εκτεταμένο φάσμα έντονων παραλλαγών πάνω στο ίδιο μοτίβο.
Ίσως, η μαγεία του Riesling να οφείλεται στο ότι ευτύχησε να αναπτύσσεται σε καταπληκτικά terroirs και ως σταφύλι κρύων κλιμάτων θέλει πολύ χρόνο να ωριμάσει – συνεπώς και τα αρώματα και τα γευστικά χαρακτηριστικά του να αναπτύσσονται κι αυτά αργά αργά και να έχουν θαυμαστή φινέτσα και ευκρίνεια.
«Δύσκολο» λοιπόν το Riesling, δυσπρόσιτο (όχι απρόσιτο) και κοπιώδες στην καλλιέργεια. Ένα ακόμη στοιχείο της μεγαλοσύνης του: οι εξαιρετικά καλά στραγγιζόμενες και απότομες (απόρθητες, θα έλεγε κανείς) πλαγιές όπου βρίσκονται τα καταπληκτικά terroirs της Γερμανίας και της Αυστρίας, συν βέβαια τα χαρακτηριστικά των Grands Crus terroirs της Αλσατίας.
«Δύσκολο» και δυσπρόσιτο, αλλά με τις δυσκολίες αυτές να αποτελούν προνόμια, γιατί οι πλαγιές και οι λόφοι όπου κυρίως βρίσκεται το Riesling, εκτός από εκπληκτικά terroirs προσφέρουν και εξαιρετική έκθεση στον ήλιο, δροσερές τουλάχιστον θερμοκρασίες, πολύ καλή στράγγιση του εδάφους συν μεγάλη προστασία από τους ανέμους, και συνεπώς αργή ανθοφορία του αμπελιού και ωρίμανση των σταφυλιών.
Είναι λοιπόν όλα αυτά μαζί τα στοιχεία και τα χαρίσματα που κάνουν το Riesling πραγματικά μεγάλη ποικιλία. Από τη Γερμανία όπου πρωτοκαλλιεργήθηκε το 1400 κατάφερε να απλωθεί σε όλα τα κρύα κλίματα και τα σπουδαία terroirs, που του δίνουν τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του: πάρα πολύ μεγάλη διάρκεια ζωής του κρασιού, αλλά και την εντυπωσιακή ικανότητα να διατηρεί την ποικιλιακή ταυτότητα την ίδια στιγμή που εκφράζει την ιδιαιτερότητα καθενός terroir!
Και το «παράξενο» προφίλ του δεν είναι ουσιαστικά καθόλου παράξενο. Τα αρωματικά και γευστικά χαρακτηριστικά του δεν είναι μόνο συναρπαστικά όταν τα αποδεχτείς· ταιριάζουν επιπλέον και με μια εκτεταμένη γκάμα φαγητών – πολύ πιο εκτεταμένη και από τα είδη κουζίνας που καλύπτει το σπουδαίο Ασύρτικο της δικής μας Σαντορίνης. Φυσικά η οξύτητα ενός σοβαρού Riesling είναι υψηλή, σχεδόν «ατσάλινη» και «ηλεκτρική»... Και τι πειράζει; Η μεγάλη οξύτητα φέρνει ισορροπία στη γεύση, αφού «κόβει» τη μεγάλη λιπαρότητα πολλών εδεσμάτων και στρογγυλεύει το αποτέλεσμα.
Αλλά και τα ποικιλιακά αρώματα (ροδοπέταλα, βιολέτα, ανθοί εσπεριδοειδών, μήλο, αχλάδι, ροδάκινο, βερίκοκο, καρποί εσπεριδοειδών) μαζί με τα τόσο χαρακτηριστικά αρώματα εξέλιξης (πετρέλαιο, τσακμακόπετρα, κηροζίνη, μπαρούτι, ατσάλι) δημιουργούν ένα σύνολο εξαιρετικά ελκυστικό και πρωτότυπο αφενός, με εκπληκτικές δυνατότητες αρμονικής συνύπαρξης με φαγητό, αφετέρου. Συνυπάρχει αρμονικά και επιτυχημένα με μια μεγάλη γκάμα φαγητών, και μάλιστα σε ένα βαθμό που ούτε το Chardonnay ούτε το Sauvignon Blanc ούτε καν το καταπληκτικό Chenin Blanc από την κοιλάδα του Λίγηρα μπορούν να επιτύχουν.
Τα σχιστολιθικά εδάφη της Γερμανίας δημιουργούν Riesling «λεπτά» και κομψά με εξαιρετική διαφάνεια αρώματος και γεύσης· τα ασβεστώδη εδάφη της Αλσατίας δίνουν πιο εύσωμα και «στρογγυλά» κρασιά· τα γρανιτικά εδάφη της Αυστρίας καταλήγουν σε κρασιά παχιά, πλούσια και έντονα. Όμως ακριβώς αυτές οι στιλιστικές διαφορές, όλος αυτός ο πλούτος του Riesling που δεν συναντούμε πουθενά αλλού, είναι που δημιουργούν την τόση επιτυχία στη συνύπαρξη με τόσο εκτεταμένη γκάμα φαγητών.
Και για να μην ξεχνάμε και τα ακόμη ελαφρύτερα και κάπως ελαιώδη Riesling της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας, αυτά ανοίγουν ακόμη περισσότερο τη βεντάλια της γευστικής αρμονίας στέλνοντας το Riesling και προς τις εξωτικές κουζίνες.
Ποτέ στο ΕΥ ΖΗΝ δεν παραμελούσαμε το Riesling. Αυτή τη φορά είπαμε να το ελέγξουμε πιο συστηματικά, αποκλείοντας όμως από τη γευστική μας δοκιμή τα μεγάλα κρασιά, του στιλ «once in a lifetime». Από τη γευσιγνωσία φαίνεται ξεκάθαρα ότι τα Riesling του κόσμου είναι φοβερά κρασιά... Ωστόσο, η γευστική δοκιμή μας είχε και τα «αγκάθια» και τις εκπλήξεις της. Είχαμε βέβαια έξυπνα και ελκυστικά δείγματα από το Νέο Κόσμο και δεν παρατηρήσαμε πουθενά σημαντικά προβλήματα. Το συνολικό επίπεδο ήταν άνω του πολύ καλού (φαίνεται κι από τις βαθμολογίες), τα τέσσερα καλύτερα κρασιά κάθε άλλο παρά απρόσμενα στην αξιολόγησή τους ήταν, υπήρχε καλή ισορροπία ενδιαφέροντος και ποιοτικού επιπέδου μεταξύ ευρωπαϊκών και νεοκοσμίτικων ετικετών.
Όμως, εντός Ευρώπης κυρίως, παραξενευτήκαμε κάπως. Εκεί που περιμέναμε από αλσατικά κρασιά φημισμένων οίκων, υψηλής ποιότητας και ενδιαφέροντος (σε μία περίπτωση μάλιστα Grand Cru) να καταλάβουν θέσεις στην κορυφή, δεν μπόρεσαν τελικά να μας προκαλέσουν τις εντυπώσεις που φυσιολογικά αξίζουν. Αλλά και το μοναδικό κρασί από τη Γερμανία, από ιδιόκτητους αμπελώνες στο φημισμένο χωριό Berntkastel του Μοζέλα, δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί –τουλάχιστον εδώ– στη φήμη που άξια κατέχει.
Να τονίσουμε την κατά κράτος επικράτηση της Αλσατίας (τρία κρασιά στα τέσσερα κορυφαία) – ίσως επειδή έλειπαν τα κορυφαία γερμανικά κρασιά. Αν και είχαμε τρία αλσατικά κρασιά στην κορυφή και ένα αυστριακό, όλα είναι τελείως διαφορετικά μεταξύ τους. Το «Lyra» 2003 του Brundlmyer είναι τελείως διαφορετικό από το «Clos Hauser» 2006 του Zind Humbrecht, κι αυτό διαφορετικό από το «Les Ecaillers» 2004 του Leon Beyer και από το υπέρκομψο «Heiseberg» 2007 του Andre Ostertag.
Για το χειμώνα που πλησιάζει (τα Riesling είναι κατεξοχήν χειμωνιάτικα κρασιά) θα έχουμε στη διάθεσή μας ετικέτες σπουδαίες, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, που εξασφαλίζουν στιγμές μεγάλων γαστρονομικών απολαύσεων.