Οι Έλληνες παραγωγοί εμφιαλωμένων κρασιών φαίνεται να ξεπερνούν τους 600. O αριθμός αυτός κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα και αναπαράγεται χωρίς όμως μέχρι στιγμής (τουλάχιστον απ’ όσο γνωρίζω) να υπάρχουν συγκεκριμένες λίστες ονομάτων και άλλα πρόσθετα στοιχεία. Για την οικονομία της κουβέντας ας θεωρήσουμε ότι είναι ένα πραγματικό δεδομένο. Εάν αναζητήσετε στοιχεία Ελλήνων οινοπαραγωγών στο Internet, δύσκολα θα βρείτε περισσότερους από 80 - 100. Προσωπικά μέχρι πριν 3 χρόνια, παρουσιάζοντας τους στις σελίδες του αθηνοράματος, μετά κόπου κατάφερα να εντοπίσω λίγο περισσότερους από 150. Με ακόμη περισσότερο κόπο, μέσα από πληροφορίες που μάζεψα από εκθέσεις, κείμενα συνάδελφων , αναφορές τρίτων σε κάποιες σελίδες του Internet βρήκα 200 ακόμη ονόματα. Τα περισσότερα με ελλιπή στοιχεία και τηλέφωνα που δεν απαντούν. Πρόκειται για παραγωγούς που δεν εμφανίζονται σε εκθέσεις δεν επικοινωνούν με τους δημοσιογράφους δεν κάνουν καμιά παρουσίαση των κρασιών τους. Σε γενικές γραμμές είναι άφαντοι. Οι αρμόδιες υπηρεσίες, ακόμη και αυτές που δίνουν τις άδειες για λειτουργία οινοποιείων και κυρίως εμφιαλωτηρίων δεν είναι σε θέση να δώσουν οποιαδήποτε πληροφορία, αφού δεν έχουν καμιά οργανωμένη βάση δεδομένων. Κανείς τους δεν έχει κάνει τον κόπο να τις συγκεντρώσει και για ποιο λόγο άλλωστε. Αναρωτιέμαι βέβαια, αν κάποια στιγμή χρειαστεί, πως από τον αριθμό εμφιαλωτηρίου θα βρουν τα υπόλοιπα στοιχεία και πόσο επίκαιρα θα είναι.
Το ερώτημα που μπαίνει είναι το εξής: Ένας επιχειρηματίας - οινοποιός για ποιο λόγο δεν προσπαθεί, για την ακρίβεια δεν ενδιαφέρεται, να κάνει γνωστά τα προϊόντα του. Προφανώς αυτό ισχύει για παραγωγούς διαφόρων κατηγοριών που η καθεμία έχει τις δικαιολογίες της. Ορισμένοι μπορεί να είναι οι παλιές καραβάνες του χύμα που κάποια στιγμή αποφασίζουν να κάνουν και εμφιαλωμένο. Κερδίζοντας ακόμη το προς το ζην από το χύμα δεν έχουν ιδιαίτερη έφεση προς το εμφιαλωμένο άρα αδιαφορούν ή δεν δίνουν σημασία στην προώθηση του. Κάποιοι άλλοι νέοι παραγωγοί που ξεκίνησαν απ’ ευθείας με την παραγωγή εμφιαλωμένων και λογικά θα έπρεπε να είναι πιο εξωστρεφείς παραμένουν άγνωστοι επειδή είτε από απειρία είτε από κακή κατανομή των κονδυλίων της επένδυσης τους δεν κάνουν σωστές κινήσεις. Πέραν αυτών υπάρχουν και άλλα οινοποιεία εντός και εκτός τουριστικών περιοχών. Τα εντός είναι θεωρητικά λιγότερο αναγκασμένα να κάνουν το κρασί τους πιο γνωστό πιστεύοντας ότι αφού λόγω τουρισμού πουλάνε δεν υπάρχει λόγος να βγουν από τα φυσικά τους σύνορα. Οι εκτός τουριστικών περιοχών, που συχνά παράγουν ποιοτικά κρασιά, είναι και οι πιο απογοητευμένοι βλέποντας τις δυσκολίες που παρουσιάζει η εμπορία του ποιοτικού άρα και πιο ακριβού εμφιαλωμένου. Πρόκειται για οινοποιούς με τοπική διανομή που θα ανακαλύψετε δύσκολα, σε κάποιες γειτονικές τους τουριστικές περιοχές και ακόμη πιο σπάνια στην Αθήνα. Κάποιοι, ακόμη λιγότεροι, αδυνατώντας να ξεπεράσουν τις ιδιαιτερότητες και τα εμπόδια που βρίσκουν μπροστά τους παρακάμπτουν την ελληνική αγορά και στρέφονται αποκλειστικά στις ξένες.
Όλοι αυτοί «οι άφαντοι» παραγωγοί με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, και για διαφορετικούς λόγους αντιμετωπίζουν αρνητικά την παραμικρή προσπάθεια να γίνουν γνωστοί είτε γιατί πιστεύουν ότι είναι μια πολυέξοδη υπόθεση είτε γιατί πιστεύουν ότι είναι υποχρέωση κάποιων άλλων να τους ανακαλύψουν Πολλοί από αυτούς συγχέουν την πληρωμένη διαφημιστική προβολή (απαραίτητη και αυτή) με την δημοσιότητα και την εξωστρέφεια παραβλέποντας ότι το κρασί παραμένει ένα μέρος της ύλης των ειδικευμένων εντύπων ηλεκτρονικών και μη.
Σήμερα όλο το παιχνίδι του κρασιού στα εστιατόρια γίνεται με 50 παραγωγούς οι οποίοι συνεχίζουν να δίνουν τον αγώνα της παρουσίας τους και 500 υπόλοιπους που απουσιάζουν θριαμβευτικά. Με τον τρόπο αυτό κάνουν φτωχότερους του καταλόγους των εστιατορίων και τις επιλογές των καταναλωτών. Η δύναμη πυρός από 50 μόνον ενεργούς παραγωγούς είναι απελπιστικά μικρή στις μέρες μας για να κάνει μια χώρα διεθνή καριέρα στον οινικό στίβο. Επί πλέον εν μέσω κρίσης αφήνουν τεράστιο χώρο στο εισαγόμενο κρασί στην Ελλάδα και φυσικά στο χύμα.