Εμείς το γνωρίσαμε καλύτερα, καθώς σερβιρίστηκε στα ποτήρια μας στο φιλόξενο Aleria και έκανε ντουέτο με τα γευστικά πιάτα του Γκίκα Ξενάκη. Καθώς στροβιλίζαμε το ποτήρι για πρώτη φορά και, πραγματικά, τη μύτη πλημμύριζε ένα έντονο αρωματικό μπουκέτο φρούτων και μπαχαρικών, μπήκαμε περισσότερο μέσα στο ιδιαίτερο story αυτού του κρασιού.
Για πρώτη φορά, δυο εμβληματικοί και αγαπημένοι παραγωγοί και μάλιστα από τις δυο πιο σημαντικές ελληνικές αμπελουργικές ζώνες, ο Παλυβός από τη Νεμέα και ο Χρυσοχόου από τη Νάουσα, συνεργάζονται και ενώνουν τις δυνάμεις και τις γνώσεις τους για να δημιουργήσουν μαζί ένα κρασί. Η κοινή τους πορεία δεν ήταν εύκολη, γιατί και το εγχείρημα τους δεν είναι καθόλου εύκολο. Πέρα από τη φυσική απόσταση μεταξύ των τόπων τους ( περίπου 589 χιλιόμετρα), έπρεπε να ενώσουν επίσης για πρώτη φορά τις δυο βασικές ελληνικές ερυθρές ποικιλίες, το Αγιωργίτικο και το Ξινόμαυρο. Θεωρητικά το μαλακό Αγιωργίτικο, μπορεί να φλερτάρει με το ταννικό Ξινόμαυρο, όμως αυτό δεν αρκεί για να δέσει το ζευγάρι. Οι παραγωγοί, με την βοήθεια της Foodrinco και του Ted Λέλεκα, έκαναν πολλές προσπάθειες και πειραματισμούς, μέχρι να καταλήξουν στο τελικό χαρμάνι του Cuvee 589.
To αποτέλεσμα τιμά αυτή την τολμηρή προσπάθεια. Καθώς το γευόμαστε, τόσο και περισσότερο πιστεύω ότι άξιζε το ρίσκο και τη δουλειά που έκαναν. Μπορεί να χρειάζεται ακόμα χρόνο για να αναπτύξει όλες τις γευστικές αρετές του, η μύτη του όμως έχει ένταση και ελκυστικά αρώματα κόκκινων φρούτων (κερασιών, βατόμουρων) και γλυκών μπαχαρικών, που παραπέμπουν περισσότερο σε Αγιωργίτικο. Το στόμα είναι γεμάτο με στιβαρές ταννίνες, που θέλουν το χρόνο τους.
Είναι ένα κρασί με αναμφισβήτητο ενδιαφέρον, που μας προκαλεί να παρακολουθήσουμε την εξέλιξή του στο χρόνο. Η σοδειά που κυκλοφορεί, έχει ωριμάσει σε βαρέλια στο οινοποιείο της Νάουσας και υπάρχει σε περιορισμένες ποσότητες. Θα την εντοπίσετε σε επιλεγμένες κάβες. Εμείς, λέμε να ξεκινήσουμε τη συλλογή, πριν βγει η επόμενη, που μάλλον θα παλαιώσει στα βαρέλια της Νεμέας.