Αναρωτηθήκατε ποτέ, πώς ένα μπουκάλι κρασί μπορεί να κοστίζει μερικές χιλιάδες ευρώ στο ράφι του, ή να αγγίξει μυθικά ποσά σε μια δημοπρασία; Η απάντηση είναι απλή: όπως με ένα έργο τέχνης, ή ένα δυσεύρετο γραμματόσημο, η σπανιότητα και η μεγάλη ζήτηση, η κορυφαία ποιότητα αλλά και το εξαιρετικό marketing, είναι όλα παράγοντες που μπορούν να καταστήσουν ένα κρασί μοναδικό, με τους συλλέκτες, αλλά και τους… παίκτες του χρηματιστηρίου του κρασιού, να είναι πρόθυμοι να διαθέσουν μεγάλα ποσά για να το αποκτήσουν.
Αν και το «καλό» κρασί αποτελεί δημοφιλές χόμπι της ελίτ των πλουσίων, βλέπουμε τα τελευταία χρόνια μια τάση και της μεσαίας τάξης να επενδύει στην αγορά κρασιών με σκοπό να τα πουλήσει με κέρδος στο μέλλον. Με την όλο και μεγαλύτερη ζήτηση από Κίνα και Ρωσία και την ταυτόχρονη μείωση της παραγωγής,
η αγορά ακριβών κρασιών είναι ένας εγγυημένος τρόπος επένδυσης με ικανοποιητικό κέρδος και μικρό ρίσκο απώλειας του αρχικού κεφαλαίου, αφού ως «πραγματικό περιουσιακό στοιχείο», το κρασί έχει αξία φυσική και απτή σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο απ’ αυτόν των μετοχών ή των ομολόγων. Έτσι, κεντρίζει το ενδιαφέρον όλο και περισσότερων επενδυτών, εντός ή εκτός εισαγωγικών.
Ποια είναι όμως τα κρασιά, στα οποία μπορεί κανείς να επενδύσει; Προφανώς αυτά, των οποίων η τιμή εκτιμάται ότι θα αυξηθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια. Πώς προσδιορίζεται αυτό; Μια σειρά παραγόντων, οι οποίοι προσδίδουν αξία σε ένα κρασί και το καθορίζουν ως «επενδυτικό προϊόν», είναι η περιοχή παραγωγής του και η φήμη του παραγωγού, η σπανιότητα του κρασιού (μικρή παραγωγή), η εξαιρετική ποιότητα, αλλά και η δυνατότητα παλαίωσης. Εξίσου σημαντικό ρόλο παίζουν οι βαθμολογίες και οι κριτικές που αποσπούν τα κρασιά από δημοσιογράφους-γευσιγνώστες όπως ο Robert Parker, η Jancis Ronbinson κ.α., ενώ προστιθέμενη αξία δίνει στην αγορά του κρασιού και η ξύλινη συσκευασία (που συνήθως περιέχει 6 φιάλες), σταμπαρισμένη με το brand name (εμπορικό όνομα) του παραγωγού.
Ο χάρτης των επενδύσεων
Κάπως έτσι, το φημισμένο και σπάνιο, κόκκινο και γαλλικό Domaine de la Romanée-Conti, Romanée-Conti εσοδείας 1945, από την περιοχή της Βουργουνδίας, το 2018 άγγιξε τα $558.000 και κατέκτησε τον τίτλο του ακριβότερου ποσού στην ιστορία των οινικών δημοπρασιών, αγγίζοντας τιμή 17 φορές υψηλότερη από την αρχική του! Αντίστοιχα, μια φιάλη Domaine de la Romanée-Conti, Romanée-Conti εσοδείας 1975, αυτή τη στιγμή στοιχίζει πάνω από $10.000, ενώ η τιμή μιας 3λιτρης φιάλης Chateau Mouton Rothschild του 1945 έφτασε τα $310,000. Αυτή τη στιγμή, το ίδιο κρασί σε κανονική φιάλη (0,75lt) πωλείται από $20.000 έως $40.000, ενώ μια 3λιτρη φιάλη του 1994 πωλείται για περισσότερα από $2.000.
Οι πιο γνωστές χώρες που προσφέρουν ευκαιρίες επένδυσης στο κρασί είναι η Γαλλία (Μπορντώ, Βουργουνδία, Ροδανός, Καμπανία), η Ιταλία (Πιεμόντε, Τοσκάνη) και η Πορτογαλία (με τα διάσημα Port), οι οποίες και κυριαρχούν στις λίστες προτιμήσεων των επενδυτών: το Μπορντώ αποτελεί περιοχή-στόχο των περισσότερων παραδοσιακών «παικτών», εσχάτως, όμως, στην κούρσα έχουν μπει δυναμικά τόσο η Αμερική όσο και η Αυστραλία, ανοίγοντας ακόμη περισσότερο την γεωγραφική βεντάλια, με την οποία μπορεί να διανθίσει το πορτφόλιό του ένας οινικός επενδυτής. Άλλωστε, όσο μεγαλύτερη είναι η γκάμα του σε διαφορετικές περιοχές, τόσο ενισχύεται το portfolio και η αξία του, λόγω ποικιλίας σε ετικέτες.
Η αγορά του κρασιού, μάλιστα, είναι τόσο κανονικοποιημένη πια, ώστε με την επένδυση σε φιάλες κρασιού να δραστηριοποιούνται και αρκετές εταιρείες. Για παράδειγμα, η Amphora Portfolio Management και η Cult Wines διαχειρίζονται χαρτοφυλάκια κρασιού πελατών τους, προμηθεύοντάς τους με ετικέτες που θέλουν να προσθέσουν στη συλλογή τους, και πουλώντας όσα εκείνοι θέλουν να «ρευστοποιήσουν». Επιπλέον, εταιρείες λιανικής πώλησης που ειδικεύονται στην αγορά επενδυτικών κρασιών, όπως οι Farr Vintners, Fine & Rare και Berry Bros & Rudd, έχουν δικαίωμα να διαθέτουν προς πώληση αυτά τα κρασιά σε πελάτες, ενώ για παράδειγμα οι Berry Bros & Rudd παρέχουν και υπηρεσίες διαμεσολάβησης, σε επενδυτές που θέλουν να πουλήσουν τα κρασιά τους.
Η ελληνική περίπτωση
Ένας παράγοντας που δίνει υπεραξία στο κρασί για να χτυπά υψηλές τιμές σε δημοπρασίες είναι η παλαιότητα του. Μπορεί η Ελλάδα να είναι από τις πρώτες χώρες που παρήγαγαν κρασί, η σύγχρονη Ελληνική οινική ιστορία όμως είναι πολύ πρόσφατη, με την ουσιαστική άνθιση να ξεκινάει την δεκαετία του ’80. Με εξαίρεση ελάχιστα κρασιά του Ελληνικού αμπελώνα, όπως κάποια Ξινόμαυρα, ή κάποια γλυκά από την Σαντορίνη, δεν υπάρχουν κρασιά που να έχουν ηλικία μεγαλύτερη των 20-30 ετών, ώστε να μπορούν να αξιώσουν τιμές με τετραψήφια νούμερα.
Παρόλα αυτά υπάρχουν κρασιά που θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε χρηματιστηριακό πόλο έλξης, με πιο τρανταχτό παράδειγμα αυτό των κρασιών της Σαντορίνης, που συνδυάζουν ταυτόχρονα την σπανιότητα, την υψηλή ποιότητα, αλλά και την δυνατότητα εξέλιξης στον χρόνο. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια εφαρμόζονται στην παραγωγή του κρασιού τεχνικές που αποσκοπούν στη μακρόχρονη αύξηση της αξίας τους. Το πιο ενδιαφέρον παράδειγμα είναι ο Θαλασσίτης submerged, ένα λευκό κρασί από την Σαντορίνη και την ποικιλία Ασύρτικο, που βυθίζεται στην θάλασσα για κάποιο χρονικό διάστημα. Η τιμή πώλησης του ξεπερνάει τα 200€ ανά φιάλη και είναι από τα ακριβότερα Ελληνικά κρασιά.
Οι βασικοί κανονές
Πρέπει κάποιος να είναι γνώστης του κρασιού για να επενδύσει; Θεωρητικά, οποιοσδήποτε μπορεί να το κάνει, αλλά δύσκολα θα τα καταφέρει χωρίς τις συμβουλές κάποιου ειδικού, αφού ένας ιδιώτης δεν μπορεί να εισέλθει εύκολα σε αυτήν την αγορά, ούτε για να πουλήσει ετικέτες του, ούτε όμως και για να αγοράσει απευθείας από τον παραγωγό. Παρ’ όλα αυτά, οι βασικοί κανόνες που πρέπει να ακολουθήσει, είναι τρεις: Αγοράζω, συντηρώ και πουλάω!
Πιο συγκεκριμένα:
Αγοράζω: είτε κρασιά en primeur*, είτε από exclusive wine clubs, είτε μέσω εταιρειών.
Συντηρώ: το κρασί σε συγκεκριμένες συνθήκες θερμοκρασίας (12-13⁰C) και υγρασίας (60-70%) για να μπορέσει να παλαιώσει σωστά, με απαραίτητη την απουσία οσμών και φωτός (την φύλαξη μπορεί να αναλάβει και η εταιρεία που παίζει το ρόλο του μεσίτη).
Πουλάω: παρακολουθώ την αγορά και όταν η τιμή του κρασιού έχει φτάσει στο ύψος που ανταποκρίνεται στις προσωπικές απαιτήσεις μου, το διαθέτω προς πώληση.
Ετικέτες εκκίνησης
Για όλους εσάς που έχετε ενθουσιαστεί, εξιταριστεί και θέλετε να πάρετε μέρος σε αυτό το παιχνίδι των επενδύσεων κάποιες από τις πιο διάσημες ετικέτες που αξίζει να επενδύσετε είναι τα μεγάλα Chateau του Bordeaux: Chateau Lafite-Rothschild, Chateau Mouton Rothschild, Chateau Latour, Chateau Margaux, Chateau Haut-Brion, Cheval Blanc και Chateau Petrus.
Για επενδυτές με μικρότερο budget υπάρχουν διαθέσιμες ετικέτες που κοστίζουν 50-100 ευρώ και σε κάποια χρόνια η τιμής τους αναμένεται να διπλασιαστεί. Προτιμήστε περιοχές από την Γαλλία όπως το Pauillac, το Margaux, το Pomerol, από την Ιταλία το Bolgheri και το Piemonte, και τα διάσημα γλυκά κρασιά Port από την Πορτογαλία. Napa Valley από Αμερική και Barossa Valley από Αυστραλία.
Ένα χρήσιμο εργαλείο για όσους θέλουν να βρουν αγοραστή ή πωλητή συγκεκριμένων κρασιών, είναι το Liv-Ex, με έδρα το Λονδίνο - μια παγκόσμια αγορά που ασχολείται με το εμπόριο του οίνου. Παρέχει πρόσβαση σε όλα τα κρασιά προς επένδυση, με έλεγχο των τιμών σε πραγματικό χρόνο και άμεση δυνατότητα πώλησης και αγοράς.
Συμβουλή: το κρασί είναι μια μεσοπρόθεσμη έως μακροπρόθεσμη επένδυση, με ελάχιστο όριο τα πέντε χρόνια: τότε είναι που αρχίζει να αποκτά αξία και να αυξάνεται η τιμή του. Μπορείς να βγάλεις σχετικά εύκολα κέρδος, αλλά αυτός που έχει την δυνατότητα και την υπομονή να περιμένει, θα βγει πολλαπλά κερδισμένος. Καλή επιτυχία και, εάν οι πωλήσεις δεν πάνε καλά, μπορείτε πάντα να ανοίξετε τον φελλό και να τα απολαύσετε!
Από τη Βάσω Κουτσοβούλου
*en primeur είναι η διαδικασία προαγοράς των κρασιών που γίνεται 12-18 μήνες πριν την εμφιάλωση τους. Δοκιμάζονται και βαθμολογούνται ενώ ωριμάζουν ακόμη σε δρύινα βαρέλια και η πώληση τους ξεκινάει την Άνοιξη μετά τον τρύγο. Οι τιμές καθορίζονται από την φήμη του παραγωγού και τις βαθμολογίες και είναι χαμηλότερες σε σχέση με την πώληση τους μετά την εμφιάλωση. Ξεκίνησε μετά το 2ο Παγκόσμιο πόλεμο ενώ έγινε μόδα στα τέλη της δεκαετίας του 1970 με την περιοχή του Bordeaux να κυριαρχεί σε αυτό το παιχνίδι.