Από την Βάσω Κουτσοβούλου
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το πρώτο garage wine δημιουργήθηκε ουσιαστικά το 1979, όταν o ιδιοκτήτης του Château Le Pin στο Pomerol, Jacques Thienpont, παρήγαγε από έναν μικρό αμπελώνα το ομώνυμο κρασί Le Pin, που είχε μεγάλες δυνατότητες παλαίωσης, πολυπλοκότητα και βάθος. Η έκφραση, όμως, ήρθε λίγα χρόνια αργότερα: στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στο Saint-Emilion, για να περιγράψει το Château Valandraud του Jean-Luc Thunevin, που παράχθηκε από έναν μικρό αμπελώνα και αποθεώθηκε από τους οινοκριτικούς.
Οι garagistes λοιπόν, είναι ένα «κίνημα», μια ομάδα παραγωγών στο Bordeaux, που θέλησαν να δημιουργήσουν μια «απάντηση» στα μεγάλα κρασιά των γνωστών και πλούσιων Châteaux της διάσημης αυτής περιοχής, που για να τα απολαύσει κανείς χρειάζεται να περιμένει πολλά χρόνια για να ωριμάσουν. Ακολούθησαν και άλλοι «garagistes» ή «Micro-Château» μέσα στην ίδια δεκαετία, που απέκτησαν φήμη και αναγνωσιμότητα, κυρίως λόγω της σπανιότητας και της τιμή τους. Τα La Mondotte, Péby-Faugère, Gracia, Rol Valentinet Le Dôme, Château Marojallia (Margaux) και Château Canon-La-Gaffelière είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Τα garage wines, σχεδόν από τις πρώτες χρονιές που λανσαρίστηκαν στο εμπόριο, τράβηξαν την προσοχή του επιδραστικού οινοκριτικού Robert Parker: Τα δοκίμασε, τα αποθέωσε και τους εξασφάλισε μια πορεία προς την επιτυχία.
Παρά τη διασημότητα, τα κρασιά αυτά έχουν βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα και έχουν δεχτεί αυστηρή κριτική τόσο για το όνομα, όσο και την ίδια την ποιότητα τους, που δεν αντιστοιχεί στην υψηλή τιμή τους. Έχουν δεχτεί πολλές επικρίσεις σχετικά με το ότι δεν αντικατοπτρίζουν το terroir και δεν έχουν μεγάλη διάρκεια παλαίωσης. Επιπλέον, η περιορισμένη ποσότητα και η υψηλή τιμή, που κάποιες φορές ξεπερνάει και την αντίστοιχη των μεγάλων Grand Crus, τα κάνουν τελικά προσιτά σε συλλέκτες και όχι σε οινόφιλους.
Και ενώ στην Γαλλία ο όρος του Garage Wine χρησιμοποιείται όλο και λιγότερο, στην Αμερική - και συγκεκριμένα στην Καλιφόρνια - συνεχίζει να είναι δημοφιλής (αναμενόμενο, καθώς η Αμερική ακολουθεί τις τάσεις της Γαλλίας με κάποιες δεκαετίες διαφορά…). Εκεί βρίσκουμε πολλά μικρά οινοποιεία, με ετήσια παραγωγή 1.000-1.500 κιβώτια, που αξιώνουν υψηλές τιμές. Μάλιστα, η ζήτηση τέτοιων κρασιών από τους καταναλωτές, οδήγησε στην διοργάνωση μίας από τις πιο γνωστές εκθέσεις στην Καλιφόρνια: το «Garagiste Festival», όπου συμμετέχουν τέτοια μικροοινοποιεία, παρουσιάζοντας τα διαμαντάκια τους στους καταναλωτές.
Στην Ελλάδα, αν και είναι πάρα πολλά τα κρασιά περιορισμένης παραγωγής, που παράγονται σε μικρά οινοποιεία, (δουλειές όπως αυτές από το οινοποιείο Πετρακόπουλος στην Κεφαλονιά, το Akriotou Microwinery στην Στερεά Ελλάδα, η οικογένεια Ιερόπουλου στη Νεμέα, το Τ-Οίνος στην Τήνο, οι Αμπελώνες Θυμιόπουλου στη Νάουσα, το Κτήμα Οικονόμου στην Κρήτη, είναι μερικά παραδείγματα) ο όρος Garage Wines είναι σπάνιος. Πιο κομψοί τίτλοι, όπως «boutique» κι «artisanal», ή μικροοινοποιία, είναι χαρακτηρισμοί πιο οικείοι στους παραγωγούς, αλλά και – κακά τα ψέματα – πιο θελκτικοί στους καταναλωτές που προτίθενται να στηρίξουν τέτοιες προσπάθειες με τον οβολό τους…